- μεταστοιχεί
- μεταστοιχεί και μεταστοιχί (Α)επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ. τρι-στοιχεί].
Dictionary of Greek. 2013.